άναιμα

άναιμα
τα Ζωολ.
η μια από τις δύο κύριες υποδιαιρέσεις τού ζωικού βασιλείου, κατά τον Αβδηρίτη φιλόσοφο Δημόκριτο. Αργότερα την ίδια ακριβώς διάκριση χρησιμοποίησε και ο Αριστοτέλης, ο οποίος στα άναιμα κατέταξε όλα εκείνα τα ζώα που δεν είχαν κόκκινο αίμα, τα Ασπόνδυλα, σε αντίθεση με τα έναιμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < άναιμα, πληθ. ουδ. τού επιθ. άναιμος «ο άνευ αίματος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἄναιμα — ἄναιμος bloodless neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Зоология — наука о животных, составляет часть науки о живых существах, биологии. Предметом ее служит изучение животного мира по отношению к строению и отправлениям тела животных, их развитию, распределению по земле, взаимным отношениям их по строению и… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Histoire des animaux (Aristote) — Pour les articles homonymes, voir Histoire des animaux. L’Histoire des Animaux (Grec ancien Περὶ Τὰ Ζῷα Ἱστορίαι ; Latin Historia Animalium) est un ouvrage zoologique écrit en langue grecque vers 343 av. J. C. par Aristote. Le traité d… …   Wikipédia en Français

  • άναιμος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει αίμα: Υπάρχουν ζώα άναιμα. 2. αναιμικός, άτολμος: Είναι άναιμος άντρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”