- άναιμα
- τα Ζωολ.η μια από τις δύο κύριες υποδιαιρέσεις τού ζωικού βασιλείου, κατά τον Αβδηρίτη φιλόσοφο Δημόκριτο. Αργότερα την ίδια ακριβώς διάκριση χρησιμοποίησε και ο Αριστοτέλης, ο οποίος στα άναιμα κατέταξε όλα εκείνα τα ζώα που δεν είχαν κόκκινο αίμα, τα Ασπόνδυλα, σε αντίθεση με τα έναιμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < άναιμα, πληθ. ουδ. τού επιθ. άναιμος «ο άνευ αίματος»].
Dictionary of Greek. 2013.